μήρυγμα

μήρυγμα
μήρυγμα, τὸ (Α)
βλ. μήρυμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μήρυμα — το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι] νεοελλ. 1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο 2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές αρχ. 1. καθετί το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”